Η στήλη Gun Room του BN αποφεύγει την άμεση εμπλοκή σε πολιτικά ζητήματα και συνήθως μένουμε στην αρχική αποστολή μας που δεν είναι άλλη από την καλλιέργεια της «κουλτούρας υπεύθυνης οπλοκατοχής».
Μελετάμε, αναδεικνύουμε την τεχνολογία και την εξέλιξη των μηχανών αυτών.
Εξετάζουμε τη συμβολή τους στην ασφάλεια και προστασία αυτών που αξίζουν στη ζωή.
Τα έθνη, ειδικά όσα έχουν ζήσει κάτω από σκλαβιά και κατοχή, αντιλαμβάνονται ότι η γνώση των όπλων και η χρήση τους τα απελευθέρωσε και τα διατηρεί ελεύθερα.
Στο «ίδιο τσουβάλι»
Στη σύγχρονη κοινωνία κάνουμε παραχωρήσεις στην κατοχή όπλων, προς χάριν της συνύπαρξης εντός ενός πολιτισμένου πλαισίου.
Έχουμε εντός του «Κοινωνικού Συμβολαίου» εκχωρήσει στην αστυνομία το δικαίωμα να συλλαμβάνει εκείνους που παραβιάζουν το φυσικό νόμο και καθίστανται επικίνδυνοι για το σύνολο.
Ας είμαστε ξεκάθαροι, η υπόθεση των φόνων στην Κρήτη δεν είναι θέμα οπλοκατοχής, αλλά παραβατικότητας που διαχρονικά «βασιλεύει» υπό την κάλυψηοικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.
Η ασυδοσία καλλιεργήθηκε και συνδέεται με τις μαφίες και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών για το οποίο το νησί είναι διαβόητο.
Άνθρωποι που θεωρούν ότι λύνουν διαφορές με βόμβες, εμπρησμούς, φόνους δε μπορεί να γίνονται το μέτρο με το οποίο αντιμετωπίζονται έντεκα εκατομμύρια πολίτες.
Η πολιτική διοίκηση, σπρωγμένη από την ανάγκη «να δείξει Αποφασιστικότητα» στρέφεται προς την εύκολη λύση: Βγάζει ανακοινώσεις για την περιστολή της Νόμιμης οπλοκατοχής. Θα είχε ενδιαφέρον να μας δείξουν τα
στατιστικά στοιχεία που στηρίζουν αυτή την ενέργεια. Διότι η αλήθεια είναι απλή: Η Ελλάδα έχει χαμηλά ποσοστά βίας από όπλα, τα οποία στη συντριπτική πλειοψηφία περιορίζονται στον υπόκοσμο. Πέρα αυτών έχουμε περισσότερα περιστατικά με όπλα κρατικών υπαλλήλων που οπλοφορούν, παρά από πολίτες.
Αλλά αυτή η σύγκριση παραβλέπεται γιατί δε στηρίζει το αφήγημα.
Αν θέλετε ένα ακόμη ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο, προσπαθήστε να μαντέψετε πόσα νόμιμα πυρομαχικά για Καλάσνικοφ υπάρχουν στη χώρα.
Η απάντηση είναι «Μηδέν», ούτε ένα.
Η εισαγωγή τους απαγορεύεται. Κανείς σκοπευτικός σύλλογος ή ιδιώτης δεν κατέχει κανένα τέτοιο φυσίγγιο ή όπλο. Κι όμως η παράνομη αγορά κατακλύζεται από αυτά.
Αυτό για όσους επιμένουν να συνδέουν τη σκοπευτική δραστηριότητα με την παρανομία.
Οι «κανονικοί πολίτες» αυτής της χώρας υπακούν σε ένα από τα αυστηρότερα κανονιστικά πλαίσια οπλοκατοχής στην Ευρώπη.
Υπόκεινται σε συνεχή έλεγχο, ψυχολογικές και ιατρικές αξιολογήσεις (κάποιες σε ετήσια βάση), φυλάσσουν τα όπλα τους υπό ασφαλείς συνθήκες και αποδεικνύουν διαρκώς το πόσο νομοταγείς είναι.
Παρόλα αυτά, το μόνο που ακούμε από τους πολιτικούς είναι «αυστηροποίηση των νόμων». Με άλλα λόγια, παρενόχληση των νομιμοφρόνων. Λες και υπάρχει κάποιου είδους συλλογική τιμωρία στην οποία πρέπει οι Έλληνες να υποβάλλονται για τις πράξεις των κακοποιών.
Η μαύρη αγορά όπλων (όπως κάθε άλλου είδους) λειτουργεί υπέρ όσων «δεν ταλαιπωρούνται με τυπικότητες» όπως οι έλεγχοι και οι άδειες.
Παραμένει ανεπηρέαστη, αν όχι και ωφελημένη από σκληρότερους νόμους. Το παράδειγμα του Μεξικού είναι συγκλονιστικό: Έχει τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα από όπλα στον κόσμο, την ίδια στιγμή που όλα τα όπλα είναι ντε φάκτο παράνομα και απαγορεύεται η κατοχή τους.
Νηφαλιότητα αντί καταπίεσης
Δεν είμαστε σίγουροι αν ήρθε η ώρα συνολικής επανεξέτασης των όρων οπλοκατοχής σε τούτη τη χώρα, όπως ακούστηκε.
Αφού όμως το θέμα ανοίγεται, φαίνεται πω οι αρμόδιοι ξεκινούν από λάθος αφετηρία.
Η απαγόρευση και ο περιορισμός θα δημιουργήσει μεγαλύτερη ροπή προς την παρανομία.
Η κουλτούρα ανομίας στην Κρήτη, όσο διεστραμμένη και οπισθοδρομική είναι σήμερα, δίνει ένα χρήσιμο συμπέρασμα.
Οι Κρήτες άρχισαν να αποκτούν παράνομα όπλα, όταν ένιωσαν ότι«προδόθηκαν» από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η οποία τους αφόπλισε.
Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να μείνουν ανυπεράσπιστοι στη γερμανική εισβολή του 1941 και το νησί τους να γίνει ολοκαύτωμα.
Στη συλλογική συνείδηση διδάχτηκαν πως «χρειάζονται άρματα» για να μη ξαναβρεθούν στην ίδια θέση.
Αν θέλουμε να δημιουργηθούν και αλλού «Κρήτες», κάποιος θα πρέπει να είναι έτοιμος να δρέψει τους καρπούς της αποτυχίας.
Η άποψη του κου. Γεωργιάδη, όπως την εξέφρασε δημόσια (πριν δεχτεί κυβερνητικό bullying) δείχνει νηφαλιότητα και πραγματισμό.
Δεν είναι μόνο η Αμερική που επιτρέπει την οπλοκατοχή και μάλιστα με συνταγματική κατοχύρωση όπως σημείωσε ο κύριος Υπουργός.
Το παράδειγμα της Ελβετίας
Κοντινότερα σε εμάς βρίσκεται η Ελβετία -μια χώρα με μηδενική βία και εγκληματικότητα- η οποία έχει τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν νόμιμη οπλοκατοχή στον κόσμο.
Το ίδιο συμβαίνει στην Τσεχία, όπου οι κάτοχοι όπλων για ατομική ασφάλεια είναι πολλαπλάσιοι των κυνηγών.
Η χώρα απολαμβάνει μηδαμινής «χαμηλής εγκληματικότητας» (ληστείες, κλοπές, απόπειρες βιασμού) καθώς ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών είναι έτοιμο να υπερασπιστεί τον εαυτό και τους συμπολίτες του.
Παρόμοιο δρόμο ακολουθεί η Πολωνία, η Κροατία, η Σλοβακία και η Σλοβενία.
Το μοντέλο της προστασίας του «οικιακού ασύλου» που περιέγραψε ο κ. Γεωργιάδης ακολουθείται στη γειτονική Ιταλία.
Με σχετικά απλές και διαφανείς διαδικασίες, οι πολίτες εκεί κατέχουν όπλα (όχι για να ρίχνουν μπαλωθιές σε γλέντια) αλλά για προστασία του επαγγελματικού χώρου και της οικίας τους.
Για να μην επικεντρωθούμε στη Φιλανδία ή το Ισραήλ (το μοντέλο των οποίων εμπνέει εσχάτως την ηγεσία του υπουργείου άμυνας), στο οποίο η εκπαίδευση και εξοικείωση των πολιτών με τα όπλα ενθαρρύνεται ως καθήκον για την προστασία της κοινωνίας.
Τι κοινό έχουν όλες οι παραπάνω περιπτώσεις; Εμπιστεύονται τους νομοταγείς πολίτες και τους έχουν συμμάχους στην έννομη λειτουργία της κοινωνίας.
Αντιλαμβάνονται πως η αστυνομία δεν μπορεί να είναι «πανταχού παρούσα». Αν οι πολίτες δεν έχουν το δικαίωμα και τα μέσα να υπερασπιστούν τη ζωή τους, τότε ποιό δικαίωμα τους απομένει;
Από Bankingnews