
Το 2001 ο Γάλλος Ζαν-Ζακ Αννό σκηνοθέτησε το ιστορικό δράμα «Εχθρός Πρό των Πυλών» (Enemy at the Gates).
Παρουσιάζει τη μάχη του Στάλινγκραντ, από την οπτική γωνία του Ρώσου ελεύθερου σκοπευτή Βασίλι Ζαϊτσεφ. Ιστορεί μια πάλη μεταξύ διακεκριμένων σκοπευτών κατά τη μεγαλύτερη πολιορκία του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Η μάχη διήρκεσε από τον Ιούλιο του 1942 ως το Φεβρουάριο του 1943. Στοίχισε 1,2 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Η πόλη στις όχθες του Βόλγα ισοπεδώθηκε δεχόμενη την ισχύ του γερμανικού στρατού. Έγινε το σημείο καμπής του πολέμου. Οι Σοβιετικοί ανάσχεσαν τους Ναζί, αναγκάζοντας τους σε διαρκή υποχώρηση έκτοτε.
Αν και υπέροχη κινηματογραφικά, η ταινία υποφέρει από ανακρίβειες και λάθη.
Δύο μονομάχοι σε ένα τεράστιο πόλεμο
Οι κύριοι χαρακτήρες είναι ο Βασίλι Ζαϊτσεφ που ενσαρκώνει ο Άγγλος Τζούντ Λο και ο ταγματάρχης Έρβιν Κόνιγκ (ο Αμερικανός Έντ Χάρις).
Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει πως όταν οργάνωνε τους ρόλους για την ταινία επέλεξε πρώτο τον Χάρις «του οποίου τα μάτια θα απέδιδαν τέλεια” το συναίσθημα που ήθελε να εκφράσει. Χρειάστηκαν άλλοι δυο μήνες αναζήτησης μέχρι να βρεί τον πρωταγωνιστή με το αντίστοιχο «αποφασιστικό αλλά και ανθρώπινο” βλέμμα για να σταθεί απέναντι στον υποτιθέμενο Γερμανό.
Στην ταινία οι Ρώσοι φαίνεται να στερούνται εφοδίων και όπλων.
«Ξοδεύουν» τις ζωές των στρατιωτών τους σε μαζικές εφόδους (χωρίς καν όπλα). Οι πολιτικοί κομισάριοι δε διστάζουν να εκτελέσουν όσους υποχωρούν για να επιβάλουν την πειθαρχία. Αναφορές και βιογραφίες από τη γερμανική και ρωσική πλευρά δεν επιβεβαιώνουν τίποτα από όσα βλέπουμε στην οθόνη.
Ο νεαρός Ζαϊτσεφ έμφανίζεται ως νεοσύλλεκτος σε μια χαώδη και απελπισμένη μάχη. Χαρακτηρίζεται ώς «βοσκός από τα Ουράλια» και σχεδόν αμόρφωτος.
Στην πραγματικότητα ο Ζαϊτσεφ ήταν επαγγελματίας στρατιώτης. Είχε φοιτήσει σε τεχνικό σχολείο. Αργότερα το ρωσικό Ναυτικό τον σπούδασε Οικονομικά. Όταν οι Ναζί εισέβαλαν στη Ρωσία ήταν αρχικελευστής, τμηματάρχης του γραφείου οικονομικών στο στόλο του Ειρηνικού. Μαζί με άλλους ναύτες ζήτησε να μεταταχθεί εθελοντικά για να πολεμήσει. Κατέληξε ως αρχιλοχίας στο 104 Σύνταγμα Πεζικού.
Στην αυτοβιογραφία του αποδίδει την εξοικείωση με τα όπλα στο γεγονός ότι κυνηγούσε με ένα λειόκανο cal. 20 υπό την καθοδήγηση του παππού του.
Ο Έρβιν Κόνιγκ… απλά δεν υπήρξε. Στο σενάριο φέρεται ως διοικητής του Σχολείου Ελεύθερων Σκοπευτών “κοντά στο Βερολίνο”, αλλά το φθινόπωρο του 1942 δεν υπήρχαν υψηλόβαθμοι ελεύθεροι σκοπευτές στο γερμανικό
στρατό, πολλώ δε μάλλον κάποιος με 400 επιτυχίες στο ενεργητικό του.
Η ιδέα για τον υπερστρατιώτη Κόνιγκ ήταν μέρος της ρωσικής προπαγάνδας. Πέρασε στο ευρύ κοινό από ένα βιβλίο του 1973 που έδωσε τον τίτλο στην ταινία.
Ο Ζαϊτσεφ στην πραγματικότητα, πιθανότατα εξουδετέρωσε τον δεκανέα Χέρμαν Στοφ, τον εμπειρότερο σκοπευτή των Γερμανών με 103 επιτυχίες. Η «μονομαχία» διήρκησε τρείς ημέρες αντί για τους σχεδόν δύο μήνες που δείχνει η ταινία.
Τα όπλα
Στην ταινία ο Ζαϊτσεφ/Τζούντ Λο είναι οπλισμένος με το Mosin-Nagant M91/30 PU.
Το τυφέκιο Μ91/30 (διαμετρήματος 7,62Χ54mm R) υπηρέτησε στον τσαρικό και κόκκινο στρατό από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το 1960.
Οι Ρώσοι πρωτοπορούσαν στη χρήση ελεύθερων σκοπευτών. Έφτιαξαν περίπου 400.000 ειδικά τυφέκια με διόπτρες, σχεδόν δεκαπλάσια από τους Γερμανούς.
Από το 1937 η τυποποιημένη διόπτρα ήταν η ΡΕΜ μεγέθυνσης 4Χ και εκείνη χρησιμοποίησε και ο Ζαϊτσεφ στο Στάλινγκραντ. Αποδεικνύεται από φωτογραφίες που τραβήχτηκαν το φθινόπωρο του 1942 ως τις αρχές του
1943 που τραυματίστηκε. Η φθηνότερη PU (μεγέθυνση 3,5Χ και απλούστερη κατασκευή) μπήκε σε παραγωγή στις αρχές του 1943, για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες.
Η εμφάνιση της στην ταινία το Σεπτέμβριο του ‘42 αποτελεί αναχρονισμό. Το λάθος οφείλεται στην ύπαρξη στο μουσείο της μάχης του Στάλινγκραντ, ενός Μ91/30 PU που αποδίδεται στον Ζαϊτσεφ.
Ο αρχιλοχίας πιθανότατα το «χρεώθηκε» το 1943, αφού επανήλθε από τον τραυματισμό που σχεδόν τον τύφλωσε.
Ο Κόνιγκ χρησιμοποιεί ένα Mauser 98K. Οι Γερμανοί δεν έφτιαχναν εξειδικευμένα όπλα ακροβολιστών. Επέλεγαν από την κανονική παραγωγή όσα επέδειξαν καλύτερη ακρίβεια στην τελική δοκιμή. Τα εξόπλιζαν με διόπτρες.
Η απλούστερη μέθοδος ανάρτησης της διόπτρας ήταν με βίδωμα στο αριστερό πλευρό του κορμού.
Αργότερα υιοθέτησαν ένα σύστημα ταχείας απελευθέρωσης με όνυχες, εμπνευσμένο από τα κυνηγετικά μοντέλα. Αυτό χρησιμοποιεί το όπλο του Κόνιγκ για να αναρτήσει μια διόπτρα EBRA 8X.
Το πρόβλημα με ένα τέτοιο συνδυασμό είναι πως η διόπτρα θα ήταν πολύ δύσκολο να αποσυναρμολογηθεί από το όπλο για μεταφορά και για να προσαρμοστεί ο εμπρόσθιος δακτύλιος στήριξης θα χρειάζονταν μερική αποσυναρμολόγηση.
Προκύπτει πως ο συγκεκριμένος συνδυασμός αποτελεί ευρασιτεχνία της ISS που παρείχε τα όπλα για την κινηματογραφική παραγωγή.
Ένας Γερμανός σκοπευτής το 1942 θα χρησιμοποιούσε διόπτρα Zeiss ZF39 (μεγέθυνση 4Χ). Όμως δε φαινόταν «εντυπωσιακή» συγκριτικά με εκείνη στο Mosin του Ζάϊτσεφ/Τζουντ Λο. Ο σκηνοθέτης ήθελε να δείξει ότι ο
πρωταγωνιστής πάλευε διαθέτοντας υποδεέστερα τεχνικά μέσα. Το οποίο δεν ίσχυε στην πραγματικότητα.
Οι διόπτρες και τα όπλα Γερμανών και Ρώσων ήταν γενικώς ισάξια καθώς προπολεμικά οι δύο στρατοί είχαν ανταλλάξει τεχνογνωσία στο συγκεκριμένο πεδίο.
Αλήθειες και μύθοι
Τα φιλμ περιπέτειας δεν είναι ιστορικά ντοκυμαντέρ.
Ο Ανό χρησιμοποίησε πολύ «χαλαρά” ένα ιστορικό γεγονός και υπαρκτά πρόσωπα για να φτιάξει μυθοπλασία.
Δεν υπάρχει ίχνος απόδειξης ότι υπήρξε αντιζηλία ή φιλία μεταξύ του κομισάριου Ντανίλωφ και του Ζάιτσεφ, ο δεύτερος είναι μόνο μια φευγαλέα αναφορά στο ημερολόγιο του πρώτου. Ούτε αποδεικνύεται πως ο
σκοπευτής συναντήθηκε με το Νικήτα Κρουτσώφ.
Ο λοχίας Κουλίκωφ που εμφανίζεται ως μέντορας του Ζάϊτσεφ ήταν στην πραγματικότητα μαθητής του. Με εκείνον και τη σκοπεύτρια Τάνια Τσερνόβα ανέπτυξαν το δόγμα των «έξι», μια τεχνική ταυτόχρονης προσβολής στόχων από διαφορετικές κατευθύνσεις με τρία ζεύγη σκοπευτών/παρατηρητών.
Η συγκεκριμένη μέθοδος χρησιμοποιείται ακόμη, αποτελώντας ζωντανή κληρονομιά του πραγματικού Βασίλι Ζαϊτσεφ.