
Το Εθνικό Μουσείο Όπλων που βρίσκεται στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ πρόσφατα απέκτησε μια εντυπωσιακή συλλογή όπλων Beretta που προστίθεται στα μοναδικά εκθέματα του.
Το Μουσείο λειτουργεί υπό την αιγίδα της αμερικανικής NRA (National Rifle Association) που είναι ταυτόχρονα θεματοφύλακας της οπλουργικής κληρονομιάς και συνεχιστής της κουλτούρας οπλοφιλίας και άσκησης του δικαιώματος στην οπλοκατοχή.

Ένας λαμπρός άνθρωπος
Γνωστά ως “το Σετ των Πέντε” απαρτίζουν μια συλλογή από χειροποίητα αλληλεπίθατα δίκαννα.
Κατασκευάστηκαν το 1989 από το Atelier (το τμήμα που αναλαμβάνει τα “Best Guns” της ιταλικής φίρμας) για τον Ρόμπερτ Τζέπσον (Robert Jepson).
Ο Αμερικανός επιχειρηματίας και -μεταξύ άλλων- ιδιοκτήτης της Jepson Associates (μια ιδιωτική εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων που βρίσκεται στη λίστα Fortune 500), έχει πάθος για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ιστορίας. Ένα από τα “χόμπυ” του είναι να αναβιώνει παλιά κτήρια και να αναπλάθει γειτονιές σε μέρη του αμερικανικού Νότου, όπως η Τζόρτζια και η Βιρτζίνια με σεβασμό στο ύφος και την κληρονομιά τους.
Ανακατασκευάζει παλιά οχήματα, από αυτοκίνητα μέχρι μαχητικά P-51 Mustang.
Διακρίνεται για το πραγματικό φιλανθρωπικό του έργο, το οποίο επικεντρώνεται στη χορήγηση μόρφωσης και υποτροφιών σε νέους ανθρώπους που στερούνται των μέσων. Για να το πετύχει βρίσκεται αμισθή επι δεκαετίες στα προεδρεία πανεπιστημίων και σχολών, χρηματοδοτώντας πολλά πρότζεκτ από τα προσωπικά του χρήματα για κοινωφελείς σκοπούς και προώθηση της μόρφωσης στην κοινωνία.

Μια “πολύ ειδική” παραγγελία
Ο Τζέπσον είναι εγκάρδιος φίλος και συχνός συγκυνηγός του Ούγκο Γκουζάλι “πατριάρχη” της οικογένειας Μπερέτα και επί χρόνια αφεντικό της Pietro Beretta Armi . Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 500 χρόνων της φίρμας, ο Αμερικανός έδωσε στο φίλο του μια παραγγελία.
Πέντε όπλα που επιδείκνυαν τη μαεστρία των Ιταλών οπλουργών. Ήθελε καθένα από εκείνα να δείχνει μια διαφορετική σκοπιά και χρονική στιγμή στην εξέλιξη του κυνηγίου. Από την προϊστορία μέχρι την σημερινή εποχή.
Μια τέτοια παραγγελία-πρόκληση είναι πάντα σπουδαίο ζήτημα για τους τεχνίτες που την αναλαμβάνουν. Το “βάρος” αυξάνεται κατακόρυφα, όταν έρχεται από το “Αφεντικό” για να ευχαριστήσει έναν διαλεχτό φίλο. Το κόστος δεν έπαιζε κανένα ρόλο και οι καλύτεροι μεταξύ των αρίστων του Γκαρντόνε ρίχτηκαν στη δουλειά.

Δυο από το καθένα σύν ένα “μπαλαντέρ”
Εντός του εργοστασίου το σετ έγινε γνωστό ως Rinascimento (Αναγέννηση). Αποφασίστηκε πως τα όπλα θα κατασκευάζονταν σε τρία διαφορετικά διαμετρήματα: δύο cal. 12 με κάνες 71cm, δύο cal.20 και ένα σε cal. 28 με κάνες 68cm. Οι κάνες διαθέτουν σταθερά τσοκ.
Μηχανικά βασίζονται στη σειρά SO9, που ήταν το κορυφαίο σούπερ ποζέ της εταιρείας.
Οι μηχανισμοί πυροδότησης είναι εγκαταστημένοι πάνω σε πλάκες στα πλάγια της βάσης. Αυτό δίνει χώρο για εκτενέστερη και λεπτομερή διακόσμηση. Οδηγούνται από μονή σκανδάλη.
Τα κοντάκια σε όλα είναι ίσια χωρίς στήριγμα για την παλάμη (αυτό που αναφέρεται ως “αγγλαί”).
Τα ξύλινα μέρη προέρχονται από μία και μόνη ρίζα καρυδιάς που βρισκόταν στο στοκ της Beretta επί δεκαετίες, φυλαγμένη για κάποια “ιδιαίτερη περίπτωση”.
Ακόμη και οι σειριακοί αριθμοί είναι ιδιαίτεροι. Ξεκινούν με τα γράμματα “ΑΑΑ” , τον αύξοντα αριθμό (από 001 ως 005) και τέλος το “Β” για Beretta.

Η ιστορία της θήρας
Ο μαέστρο χαράκτης Άντζελο Γκαλεάτσι ( Angelo Galeazzi) φιλοτέχνησε τις παραστάσεις με την τεχνική του “μπουλίνο”. Χιλιάδες λεπτές γραμμές που επιτυγχάνονται με την πίεση του χεριού και τη βοήθεια αιχμηρού εργαλείου, σχηματίζουν την Ιστορία του κυνηγίου.
Το πρώτο cal. 12 είναι η “Λίθινη Εποχή”. Προϊστορικοί κυνηγοί με ρόπαλα, δόρατα και τόξα αντιμετωπίζουν αγριόχοιρους και λιοντάρια.
Το δεύτερο αποτυπώνει την εξέλιξη του κυνηγετικού όπλου. Η μια πλευρά της βάσης δείχνει κυνηγούς του 17ου αιώνα να ενεδρεύουν αγριόχοιρους με τουφέκια με έναυση φυτιλίου (matchlock) και η απέναντι αναπαριστά σκηνές από κυνήγι φασιανών με τυφέκια πυρόλιθου. Μια μικρότερη σκηνή απαθανατίζει κυνήγι του πρώιμου 20ου αιώνα με μοντέρνα δίκαννα.
Στο τρίτο όπλο (ένα από τα δύο cal. 20) πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι τα ζώα, ιχνηλάτες και θηράματα. Σκύλοι καταδιώκουν ελάφια.
Εκείνα διασχίζουν ένα ορμητικό ποτάμι, προσπαθώντας να διαφύγουν. Η αριστερή πλάκα καλύπτεται από κυνηγόσκυλα που κρατούν σε “στάμπα” αγριόχοιρους. Άνθρωποι με φορεσιές της αναγέννησης τρέχουν στο σημείο κρατώντας λόγχες.
Το τέταρτο όπλο μας μεταφέρει σε δύο δημοφιλή τοπία. Η αριστερή πλάκα ιστορεί τα περδικοτόπια, ενώ η δεξιά τους υδροβιότοπους.
Φιγούρες κυνηγών στο περιθώριο κάθε παράστασης συμμετέχουν στη μυσταγωγία.
Το τελευταίο με τον αριθμό “V” (λατινικό 5) είναι αφιερωμένο στη ρωμαϊκή θεότητα του κυνηγίου Ντιάνα (αντίστοιχη της ελληνικής Αρτέμιδας). Η θεά θηρεύει ελάφια με το τόξο της, ενώ τη συνοδεύουν νύμφες και σκύλοι.

Έργα τέχνης
Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να κατασκευαστεί το “Σετ των Πέντε”. Μια συλλογή των καλύτερων όπλων που μπορεί να φτιάξει η αρχαιότερη οπλοβιομηχανία του κόσμου, είναι ουσιαστικά ανεκτίμητη και ανεπανάληπτη.
Φημολογείται ότι κοστολογήθηκαν για 600.000 δολάρια και Ο ίδιος ο Ούγκο Γκουζάλι τα παρουσίασε στο φίλο του Ρόμπερτ Τζέπσον.
Ο Αμερικανός έκανε αυτό που οφείλει να κάνει κάθε οπλόφιλος με παιδεία: τα χάρηκε, τα συντήρησε και διανύοντας πλέον την όγδοη δεκαετία της ζωής του, τα δώρισε στο μεγαλύτερο μουσείο όπλων των ΗΠΑ, ώστε να μπορούν να τα θαυμάζουν όλοι.