
Η αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι απλώς «σημάδι της εποχής». Είναι αποτέλεσμα ενός τρόπου ζωής που μας έχει φυλακίσει στα τσιμέντα, στα γραφεία και στις οθόνες. Οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται επιφανειακές, η ζωή μας γίνεται ψηφιακή, και η φύση μετατρέπεται σε «σκηνικό διακοπών» αντί για φυσικό περιβάλλον διαβίωσης.
*Η πολιτεία δεν θέλει να επιστρέψουμε στη γη.
Αν κάποιος νομίζει ότι η πολιτεία θέλει τον άνθρωπο πίσω στο χωριό του, στη γη του, στην αυτάρκεια και τη φυσική ζωή, κάνει λάθος. Η πραγματικότητα είναι άλλη.
Τα σχολεία κλείνουν στα χωριά, κάνοντας αδύνατη τη ζωή για οικογένειες. Η δημόσια συγκοινωνία και οι υπηρεσίες αποσύρονται, αφήνοντας τους ανθρώπους αποκλεισμένους. Ο πρωτογενής τομέας συνθλίβεται, με τους μικρούς παραγωγούς να αντιμετωπίζονται ως βαρίδια.
Η ύπαιθρος ερημώνεται όχι επειδή δεν έχει μέλλον, αλλά επειδή ενοχλεί ένα σύστημα που θέλει τους ανθρώπους εξαρτημένους, απομονωμένους και χειραγωγήσιμους.
Οι μικροπαραγωγοί πνίγονται στη γραφειοκρατία, στη φορολογία, στα πανάκριβα εφόδια. Η νέα γενιά αγροτών αποθαρρύνεται, αντί να ενισχύεται. Χωρίς πρόσβαση σε γη, νερό, δάνεια και αγορές. Οι εισαγωγές υπερκαλύπτουν τις ανάγκες, καθιστώντας τον εγχώριο παραγωγό «ασύμφορο». Η πολιτική της Ε.Ε. δεν ευνοεί τη μικρή αυτάρκεια αλλά τη μαζική βιομηχανοποιημένη γεωργία.
Και το αποτέλεσμα;
Ερημωμένα χωριά, ανθρώπους εξαρτημένους από τα σούπερ μάρκετ και τις πόλεις. Μια χώρα πλούσια σε γη που εισάγει τρόφιμα, ενώ τα δικά της χωράφια μένουν άσπαρτα.
Τι θα έπρεπε να γίνει;
-Κίνητρα επιστροφής στα χωριά. Φορολογικά, επαγγελματικά, εκπαιδευτικά.
-Επαναλειτουργία σχολείων, αγροτικών ιατρείων, συγκοινωνιών.
-Στήριξη στον μικρό παραγωγό, στις βιολογικές και παραδοσιακές καλλιέργειες.
-Ανάδειξη τοπικής αυτάρκειας ως εθνική στρατηγική και όχι ως περιθώριο.
*Τα κατοικίδια ως υποκατάστατο σχέσης με τη φύση.
Ως εκ τούτου, σ’ έναν κόσμο γεμάτο μοναξιά, ο σύγχρονος άνθρωπος ψάχνει να ακουμπήσει κάπου. Δεν είναι τυχαίο ότι εκατομμύρια αστοί καταφεύγουν στα κατοικίδια όχι για συντροφιά απλώς, αλλά γιατί μέσα τους διψούν για επαφή με κάτι ζωντανό.
Δεν έχουν δέντρα, δεν έχουν χώμα ούτε βουνό. Έχουν μια γάτα κι έναν σκύλο για να καλύψουν το κενό της σχέσης με τη φύση που τους στέρησαν.
*Και το κυνήγι μέσα σε όλα αυτά;
Είναι κατά κάποιο τρόπο αντίσταση.
Μέσα σ’ αυτή την ερημοποίηση, το κυνήγι στέκεται ως φλόγα αντίστασης. Ο κυνηγός δεν περιφέρεται άσκοπα στο δάσος… ζει, αναπνέει και γνωρίζει την ύπαιθρο με τρόπους που η πόλη έχει ξεχάσει. Δεν είναι τουρίστας στη φύση αλλά κομμάτι της.
Ο κυνηγός είναι αυτός που ξέρει τα μονοπάτια, τους κύκλους της ζωής, τα σημάδια της εποχής. Είναι αυτός που στηρίζει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, που ανεβάζει παιδιά στα βουνά αντί να τα αφήνει μπροστά σε οθόνες. Είναι αυτός που κρατά τη σύνδεση ζωντανή. Με τη φύση, τη γη και την ιστορία.
Μια χώρα που εισάγει τρόφιμα ενώ αφήνει τα χωράφια της άσπαρτα, είναι καταδικασμένη. Ένα κράτος που δεν επενδύει στην ύπαιθρο, πριονίζει τις ρίζες του. Και μια κοινωνία που αποκόπτεται από τη φύση, χάνει τον εαυτό της.
Η επιστροφή στη γη, η στήριξη της υπαίθρου και η αναγνώριση της αξίας του κυνηγού δεν είναι γραφικά ρομαντικά όνειρα. Αποτελούν τη βάση για μια κοινωνία υγιή, αυτάρκη και ανθρώπινη.

Από Παρατηρητήριο Κυνηγετικής Ορθότητας
www.enoplois.gr