Η ελληνική γεωργία έχει τις ρίζες της βαθιά στην ιστορία, με το καλαμπόκι και το σιτάρι να κατέχουν σημαντική θέση στις καλλιέργειες, στη διατροφή και στην οικονομία της χώρας. Αυτά τα δύο δημητριακά είναι βασικά για την καθημερινή διατροφή, αλλά και κρίσιμα για τη βιωσιμότητα της γεωργικής παραγωγής. Σήμερα, με τις παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της επισιτιστικής ασφάλειας και της αυξανόμενης ζήτησης για βιοκαύσιμα, η σημασία τους επαναπροσδιορίζεται στην Ελλάδα.
Η Ιστορική Σημασία του Σιταριού στην Ελλάδα
Το σιτάρι αποτελεί το θεμέλιο της μεσογειακής διατροφής εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στην Αρχαία Ελλάδα, το σιτάρι θεωρούνταν “δώρο της Δήμητρας”, της θεάς της γεωργίας. Οι ελληνικές πόλεις-κράτη εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από την καλλιέργεια και την εισαγωγή σιταριού για να διασφαλίσουν τη διατροφή του πληθυσμού τους. Σήμερα, το σιτάρι εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα δημητριακά, με τις βασικές χρήσεις του να περιλαμβάνουν την παραγωγή ψωμιού, ζυμαρικών και άλλων αρτοσκευασμάτων. Η Ελλάδα παράγει κυρίως σκληρό σιτάρι, το οποίο είναι απαραίτητο για την παραγωγή των παραδοσιακών ελληνικών ζυμαρικών, όπως τα μακαρόνια και ο τραχανάς.
Η Καλλιέργεια του Σιταριού στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η παραγωγή σιταριού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στους 1,2-1,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Θράκη. Ωστόσο, η εγχώρια παραγωγή συχνά δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση, οδηγώντας σε εισαγωγές από χώρες όπως η Ρωσία και η Ουκρανία. Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει σημαντικά την απόδοση των καλλιεργειών. Οι ακραίες θερμοκρασίες, οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας και οι έντονες βροχοπτώσεις επηρεάζουν την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής. Παράλληλα, η ανάγκη για πιο ανθεκτικές ποικιλίες σιταριού έχει οδηγήσει στην έρευνα για την ανάπτυξη νέων ειδών που μπορούν να αντέξουν τις κλιματικές προκλήσεις.
Καλαμπόκι: Από τη Ζωοτροφή στη Βιομηχανία
Το καλαμπόκι εισήχθη στην Ελλάδα τον 16ο αιώνα και έκτοτε έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της γεωργικής παραγωγής. Χρησιμοποιείται κυρίως ως ζωοτροφή, αλλά και στη βιομηχανία τροφίμων για την παραγωγή αλεύρων, νιφάδων καλαμποκιού και αμύλου. Η Ελλάδα παράγει περίπου 1,1-1,3 εκατομμύρια τόνους καλαμποκιού ετησίως, με τις κύριες περιοχές παραγωγής να είναι η Κεντρική Μακεδονία, η Θεσσαλία και η Ήπειρος. Το καλαμπόκι είναι σημαντικό για την κτηνοτροφία, καθώς αποτελεί τη βασική πηγή ενέργειας για τα ζώα, ιδιαίτερα για την παραγωγή γάλακτος και κρέατος.
Προκλήσεις και Προοπτικές για το Καλαμπόκι
Η καλλιέργεια καλαμποκιού στην Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Η αύξηση του κόστους παραγωγής, ιδιαίτερα για λιπάσματα και καύσιμα, ασκεί πίεση στους παραγωγούς. Επιπλέον, η εξάρτηση από εισαγόμενους σπόρους καθιστά τη χώρα ευάλωτη σε διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς. Παρά τις προκλήσεις, το καλαμπόκι παρουσιάζει σημαντικές ευκαιρίες για ανάπτυξη. Η χρήση του για την παραγωγή βιοκαυσίμων, όπως η βιοαιθανόλη, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Επίσης, η αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα χωρίς γλουτένη δημιουργεί νέες αγορές για προϊόντα με βάση το καλαμπόκι.
Οι Έλληνες αγρότες εγκαταλείπουν την καλλιέργεια καλαμποκιού
Ο κανόνας που διέπει την σχέση προσφοράς και ζήτησης – τιμής που είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα, τουτέστιν όσο μικρότερη είναι η προσφορά λόγω της μειωμένης παραγωγής ΄τόσο η τιμή θα είναι υψηλότερη εφόσον η ζήτηση είναι σταθερά δεδομένη εδώ δεν ισχύει. Ο λόγος είναι ότι παρεισφρύει ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει την προσφορά και κρατά χαμηλά τις τιμές. Κι αυτός ο παράγοντας δεν είναι άλλος από τις αθρόες εισαγωγές από χώρες όπως η Βουλγαρία που έχουν παραγωγή και άρα ανταγωνιστικές τιμές. Κι ενώ λογικά το κράτος που έχει χρέος να προστατεύσει την εγχώρια παραγωγή και τον αγρότη – παραγωγό θα έπρεπε να βρει λύσεις και όλοι γνωρίζουν τις λύσεις, αυτό μέχρι στιγμής δεν γίνεται στο όνομα της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού και της διακίνησης προϊόντων. Μία λύση για παράδειγμα θα ήταν η επιβολή δασμών στο εισαγόμενο καλαμπόκι έως ότου εξαντληθούν τα εγχώρια αποθέματα και στην συνέχεια να πουληθούν και τα εισαγόμενα. Έτσι θα μπορούσαν να κρατηθούν οι τιμές και να έχουν ένα όφελος οι αγρότες. Γιατί τα προβλήματα είναι πολλά και δεν χρειάζεται να τα ρίχνουμε όλα στην κλιματική αλλαγή. Οι μειωμένες αποδόσεις οφείλονται όμως και σ’ έναν άλλο παράγοντα εκτός των κλιματικών συνθηκών. Πολλοί αγρότες που διαπίστωναν ότι η παραγωγή δεν θα είναι καλή, δεν περίμεναν την περίοδο του αλωνισμού του καρπού αλλά αλώνισαν όλο το φυτό με σκοπό να τον πουλήσουν για ενσήρωμα δηλαδή ζωοτροφή ή για παραγωγή βιοαερίου: Μ’ αυτό τον τρόπο εξοικονόμησαν το κόστος από 2 – 3 ποτίσματα αλλά και δεν επιβαρύνθηκαν και με το κόστος του αλωνισμού που επιβαρύνονται οι ίδιοι όταν αλωνίζουν τον καρπό ενώ οι αγοραστές όταν αλωνίζουν όλο το φυτό που προορίζεται για ενσήρωμα. Να σημειώσουμε ότι πέρσι η τιμή δεν ξεπέρασε τα 18 λεπτά το κιλό ενώ οι εκτιμήσεις για φέτος είναι σε χαμηλότερα επίπεδα. Να σημειώσουμε ότι ο αραβόσιτος είναι χρηματιστηριακό είδος και οι τιμές διαμορφώνονται στην διεθνή αγορά. Επίσης η καλλιέργεια είναι δαπανηρή ιδιαίτερα μετά την αύξηση του κόστους ενέργειας και έτσι οι αγρότες είναι μπροστά στο δίλλημα να την εγκαταλείψουν και να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες ιδιαίτερα όταν οι τιμές δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι για να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και να αφήνουν ένα κέρδος στον παραγωγό.
Μειωμένες οι προβλέψεις για την παγκόσμια παραγωγή σιταριού
Το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών (IGC) μείωσε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια παραγωγή σιταριού την περίοδο 2024/25, εν μέρει λόγω των μειωμένων προοπτικών για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο διακυβερνητικός οργανισμός, στη μηνιαία ενημέρωσή του, μείωσε τις προβλέψεις του για την καλλιέργεια σιταριού την περίοδο 2024/25 κατά 2 εκατομμύρια μετρικούς τόνους σε 796 εκατομμύρια τόνους.
Μαλακός σίτος
Οι εισαγωγές μαλακού σίτου στην ΕΕ θα κυμανθούν την περίοδο 2024/2025 σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο (5 εκατ. τόνοι), ενώ αντίθετα σημαντική άνοδος προβλέπεται στις εισαγωγές σκληρού σίτου.
Σημαντική η εγχώρια άνοδος
Η εγχώρια παραγωγή σιτηρών, μετά την έντονη μείωσή της κατά τη διάρκεια του 2023, το 2024 έχει ανέλθει σε 2,4 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας σημαντική άνοδο.
Χαμηλές οι τιμές
Οι τιμές των σιτηρών στην ΕΕ συνεχίζουν να μειώνονται, ευρισκόμενες προς το παρόν σε επίπεδο χαμηλότερο του μέσου όρου της προηγούμενης πενταετίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Έλληνας αγρότης
www.enoplois.gr