Η αμερικανική Winchester έχει παράδοση στη δημιουργία επαναληπτικών με σύστημα “τρόμπας” (Pump).
Το πρώτο επιτυχημένο όπλο του είδους ήταν το Model 1897, ακολουθούμενο από το ακόμη καλύτερο Model 12.
Τα δύο αυτά λειόκανα βασίστηκαν σε σχέδια του John Browning (καθ’ ολοκληρία το πρώτο) και του πρώην συνεργάτη του, Thomas C. Johnson.
Ο δεύτερος έκανε βελτιώσεις(το 1912), δημιουργώντας αυτό που χαρακτηριζόταν ως το “τέλειο επαναληπτικό”. Και τα δύο συνέχισαν να κατασκευάζονται παράλληλα μέχρι και το 1957, αφήνοντας στους κυνηγούς την τελική απόφαση για το ποιό είναι καλύτερο.
Tα εξαιρετικά αυτά μοντέλα είχαν ένα τεράστιο “μειονέκτημα”.
Κατασκευάζονταν από μασίφ ατσάλι και απαιτούσαν πολλές εργατώρες από πεπειραμένους μεταλλοτεχνίτες.
Μέχρι το 1964, οπότε το τελευταίο Model 12 βγήκε από το εργοστάσιο του New Haven, ήταν φανερό πως κόστιζαν τόσο ώστε ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν τα νεώτερα Remington και Mossberg.
Η δύναμη της περιστροφής
Η απάντηση ήταν ένα εντελώς νέο σχέδιο που ονομάστηκε “1200” για να διατηρηθεί η ιστορική αλληλουχία με το “12”. Ο κορμός φτιαχνόταν πλέον από ελαφρό ντουραλουμίνιο, γλιτώνοντας βάρος και εργατικό κόστος.
Μηχανικά, το “1200” έχει λιγότερα μέρη και διαφορετικό σύστημα λειτουργίας.
Σε αντίθεση με όλα τα παλιότερα σχέδια, το κλείστρο θύμίζει εκείνο του AR-15.
Μια περιστροφική κεφαλή με τέσσερα κλειδιά ασφαλίζει πανω σε εσοχές στην περιφέρεια της θαλάμης.
Καθώς το χέρι του χειριστή σπρώχνει την πάπια εμπρός, η κεφαλή περιστρέφεται δεξίοστροφα μέσα σε αυλακώσεις που τερματίζουν κάθε 90 μοίρες.
Η δύναμη της πυροδότησης διαμοιράζεται στις τέσσερις κεφαλές και διοχετεύεται στο ισχυρότερο κομμάτι της κάνης, εκείνο που περιβάλλει τη θαλάμη.
Ο σχεδιασμός είναι τόσο επιτυχημένος, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στο ημιαυτόματο Browning A5.
Η λύση αυτή έχει δύο πλεονεκτήματα: το κλείδωμα στην περιφέρεια της θαλάμης καταργεί τη μακριά προέκταση της κάνης που συναντάμε στα περισσότερα λειόκανα και κάνει καλύτερη διαχείριση των πιέσεων. Όσο περισσότερη δύναμη δέχεται κατά την εκπυρσοκρότηση το κλείστρο, τόσο περισσότερο σφίγγει μέσα στους περιμετρικούς οδηγούς του.
Μόλις η πίεση πάνω στην κεφαλή μειωθεί, το κλείστρο ανοιγει πολύ εύκολα. Μια ασφάλεια το κρατά κλειστό μέχρι να πιεστεί η σκανδάλη.
Αν ο χειριστής ασκεί έστω και ελάχιστη δύναμη προς τα πίσω, κρατώντας την πάπια, τότε ξεκινά η διαδικασία απόρριψης του κάλυκα.
Αυτό έδωσε στο όπλο το προσωνύμιο SPEED-PUMP”. Η Wiinchester το χρησιμοποίησε στις διαφημίσεις της επιδεικνύοντας την ταχύτερη επανόπλιση σε σχέση με τους ανταγωνιστές.
Από το “1200” στο SXP
Το μοντέλο 1200 αναβαθμίστηκε σε 1300 στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η κύρια αλλαγή ήταν η ικανότητα χρήσης γομώσεων μάγκνουμ.
Το 2006 έφτασε στο τέλος της πορείας του.
Η ιστορική φίρμα χρεωκόπησε.
Οι πατέντες και τα περιουσιακά στοιχεία της πέρασαν στην Fabrique National.
Οι Βέλγοι αποφάσισαν να επαναφέρουν τα ιστορικά μοντέλα της Winchester, ξεκινώντας το 2009.
Μετέφεραν την παραγωγή των ραβδωτών 1894 και 1873 στη Miroku και των δικάνων Model 101 στη Viana της Πορτογαλίας.
Το 1200/1300 έπρεπε να ανταγωνιστεί σε μια κατηγορία χαμηλού κόστους, οπότε η παραγωγή του μεταφέρθηκε στην τουρκική Istanbul Silah. Μετονομάστηκε σε Super-X Pump (SXP) και άρχισε να διατίθεται εκ νέου από το 2009-2010 στις αγορές της Αμερικής και Ευρώπης αντιστοίχως.
Ομοιότητες και διαφορές
Μια παράλληλη σύγκριση δείχνει ότι το SXP παραμένει κατά βάθος το παλιό-καλό “1200”.
Το σύστημα λειτουργίας, η μέθοδος κλειδώματος του κλείστρου, η ράγα κίνησης του μηχανισμού είναι όμοια σε μορφή και λειτουργία.
Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα τροφοδοσίας φυσιγγίων.
Τα καινούργια όπλα έχουν διαφορετικό σχήμα σκανδαλης και κοντακίου, ξεχωρίζοντας οπτικά με την πρώτη ματιά. Ενσωματώνουν μια σειρά από αναβαθμίσεις.
Οι κάνες είναι πλέον διευρυμένου αυλού (18,7mm) και οι θαλάμες επιχρωμιώνονται για αντοχή στη διάβρωση.
Τα περισσότερα μοντέλα SXP εξοπλίζονται με ρίγα σκόπευσης και ακίδες οπτικής ίνας. Η σειρά Defender που προορίζεται για οικιακή άμυνα (στις ελεύθερες χώρες), διαθέτει κάνες 48 ή 51 cm και αποθήκες που χωρούν ως και επτά φυσίγγια.
Στις κυνηγετικές εκδόσεις, υπάρχουν πλέον βιδωτά τσοκ Invector+ (όμοια με των σύγχρονων Browning) στη θέση των παλιότερων Winchoke.
Είναι επίσης φανερή η συγκράτηση του κόστους.
Η βαφή είναι οικονομικότερη και γίνεται με κάποιου είδους επίστρωση σε σπρέυ (Ceracote ή κάποια ανάλογη), εκεί που παλιότερα υπήρχε γυαλισμένο μέταλλο και κλασσική οξείδωση αλάτων. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο εσωτερικό του μηχανισμού.
Πολλά απάρτια φαίνεται να έχουν συναρμολογηθεί όπως βγήκαν από το χυτήριο ή την πρέσσα.
Αυτό είναι έκδηλο στις ακμές της “γλώσσας” που ανεβάζει τα φυσίγγια και στην περιοχή γύρω από την είσοδο φυσιγγίων της αποθήκης.
Σημεία που λίγα χρόνια πριν θα είχαν τριφτεί και λειανθεί από έναν τεχνίτη πριν την τελική συναρμολόγηση, τώρα αφήνονται “ως έχουν”.
Αυτό δεν είναι ένα παράπονο που περιορίζεται μόνο στο Winchester. Όλοι οι μαζικοί κατασκευαστές αναζητούν τρόπους μείωσης του εργατικού κόστους.
Τουλάχιστον στην περίπτωση του SXP δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι τιμές κυμαίνονται γύρω στα 500-600 ευρώ (αναλόγως του μοντέλου).
Σε αυτή την κατηγορία, κάποιος είναι πρόθυμος να ξοδέψει ένα απόγευμα με λίγο γυαλόχαρτο και τοπική βαφή μετάλλων και να διορθώσει τις μικροατέλειες.
Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι τώρα πορεία του αναγεννημένου επαναληπτικού έχει δείξει πως το νεώτερο Winchester δεν υπολείπεται λειτουργικά των προγόνων του.
Σίγουρα ένα νέας κατασκευής αυθεντικό Model 12 θα ήταν πολύ ανώτερο, αλλά δεν υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι να πληρώσουν το κόστος.
www.bankingnews.gr
Very interesting info!Perfect just what I was searching for!Raise your business