ΟΠΛΟ

Το πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και επανεξοπλισμού προέβλεπε αγορές νέων όπλων, στο βαθμό που επέτρεπαν τα οικονομικά του κράτους, αλλά κυρίως την αξιοποίηση του παλαιού οπλισμού, ο οποίος μέχρι τη στιγμή εκείνη σάπιζε σε κάποιες αποθήκες.

Με την αξιοποίηση του παλαιού οπλισμού, ο Στρατός εξοπλίστηκε σχετικά ομοιογενώς και σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Η απόφαση των τότε κυβερνώντων και διοικούντων θα έπρεπε να αποτελεί άριστο παράδειγμα και τους σύγχρονους διαδόχους τους, οι οποίοι όμως δεν διστάζουν, με ελαφριά τη καρδία, να πετούν αξιοποιήσιμο υλικό κυριολεκτικά στα σκουπίδια.

Η επιλογή να ξεκινήσουμε την αναφορά μας από τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είναι φυσικά τυχαία, και ίσως μάλιστα ξενίσει ορισμένους.

Ωστόσο, η περίοδος επιλέχθηκε με κριτήρια απολύτως λογικά, αφού το 1940-41 ο Ελληνικός Στρατός που πολέμησε Ιταλούς και Γερμανούς ήταν ο μεγαλύτερος που είχε παρατάξει η Ελλάδα στα 10.000 χρόνια της Ιστορίας της.

Επίσης, στην υπό εξέταση περίοδο, ο Ελληνικός Στρατός χρησιμοποίησε όπλα που πραγματικά πέρασαν στο θρύλο και για τα οποία ελάχιστα είναι γνωστά.

Τέλος, θα εξετάσουμε συνοπτικά τα της οργάνωσης του πεζικού και του ιππικού. Το πυροβολικό θα αποτελέσει ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης.

Πέτρινα χρόνια

Όταν υπογραφόταν η διαβόητη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), από την οποία εκπήγαζαν δικαιώματα που η Ελλάδα ουδέποτε διεκδίκησε, ο Στρατός είχε διασώσει μέρος μόνο του υλικού του. Στην κατηγορία του οπλισμού πεζικού και ιππικού υπήρχαν, θεωρητικά, διαθέσιμα τα εξής:

> Πολυβόλα Σεντ Ετιέν υποδείγματος 1907, γαλλικής κατασκευής, των 8 χιλ. (2.300)

> Πολυβόλα Σβάρτσλοτζ, υποδείγματος 1907/12, αυστριακής κατασκευής, των 6,5 χιλ. (230)

> Πολυβόλα Μαξίμ, λάφυρα των Βαλκανικών Πολέμων, γερμανικής κατασκευής, υποδείγματος 1908 των 7,92 χιλ. (170)

> Οπλοπολυβόλα Σοσά, υποδείγματος 1915, γαλλικής κατασκευής, των 8 χιλ. (6.000)

> Τυφέκια και αραβίδες Μάλινχερ Σενάουερ, αυστριακής προέλευσης, των 6,5 χιλ. (104.700)

> Τυφέκια και αραβίδες Μπερτιέ και Λεμπέλ, γαλλικής κατασκευής, των 8 χιλ. (59.000)

> Τυφέκια και αραβίδες διαφόρων τύπων, κυρίως βουλγαρικά λάφυρα των Βαλκανικών Πολέμων, των 8 χιλ. (16.700)

> Τυφέκια Γκρα, γαλλικής κατασκευής, υποδείγματος 1874, των 11 χιλ. (60.000)

> Τυφέκια Μάουζερ διαφόρων υποδειγμάτων, λάφυρα των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, των 7,65 (τουρκικά) και 7,92 χιλ. (περίπου 46.000)

> Πιστόλια Ρούμπι-Μαρτιάν, ισπανικής κατασκευής, των 9 χιλ., σχεδόν άχρηστα (2.900)

> Περίστροφα, των 7,62 χιλ., βελγικής κατασκευής, υποδείγματος 1898 (550).

Από τα όπλα αυτά, τα 1.300 πολυβόλα Σεντ Ετιέν, τα 4.000 οπλοπολυβόλα Σοσά, τα 170 πολυβόλα Σβάρτζλοτζ, τα 136 πολυβόλα Μαξίμ και τα 11.000 τυφέκια Μάλινχερ δεν ήταν αξιοποιήσιμα.

Στα δεκατρία χρόνια που πέρασαν από το 1923 μέχρι το 1936 ελάχιστα έγιναν.

Την περίοδο 1925-1928 αγοράστηκαν 6.000 οπλοπολυβόλα Χότσκις, των 6,5 χιλ., γαλλικής προέλευσης.

Αγοράστηκαν επίσης 32 βαρέα πολυβόλα Χότσκις των 13,2 χιλ. σε αντιαρματικό ρόλο, 100.000 τυφέκια (ιταλικής κατασκευής Μπρέντα) και 25.000 αραβίδες Μάλινχερ, 1.752 ελαφρά πολυβόλα Χότσκις των 7,92 χιλ. υποδείγματος 1914, 9.980 πιστόλια Μπράουνινγκ, βελγικής κατασκευής (FN) των 9 χιλ. και 1.150 περίστροφα Κολτ των 0,38 in.

Τέλος, αγοράστηκαν 4 μόνο αντιαεροπορικά πυροβόλα και 10 μόνο όλμοι Έντγκαρ Μπραντ των 81 χιλ. με 10 βλήματα ανά σωλήνα!!!

Οι αγορές αυτές βελτίωσαν κάπως την κατάσταση, αλλά δεν έλυσαν τα βασικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα τη δραματική έλλειψη αυτόματων όπλων, την έλλειψη ανταλλακτικών για τα υπάρχοντα (ακόμα και για τα 6.000 οπλοπολυβόλα Χότσκις που μόλις είχαν αγοραστεί) και την πανσπερμία διαμετρημάτων, που ήταν πραγματικός εφιάλτης για τους αξιωματικούς της επιμελητείας.

Βάσει δε και των ανερμάτιστων σχεδίων επιστρατεύσεως που υπήρχαν (ειδικά αυτού του 1930, που, ελέω πρωθυπουργού Βενιζέλου, ακολουθούσε τα γαλλικά δόγματα) υπήρχε χάος στους σχηματισμούς του πεζικού, πολλοί από τους οποίους εφοδιάζονταν με όπλα διαφόρων διαμετρημάτων.

Επίσης, είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι αγοράστηκε νέος οπλισμός, χωρίς να γίνει καμία προσπάθεια αξιοποίησης και επισκευής του παλαιού.

Ενδεικτικά επίσης της εγκατάλειψης του Στρατού στα χρόνια μεταξύ του 1923 και 1936 είναι και τα σχέδια επιστρατεύσεως που εκπονήθηκαν την περίοδο αυτή, τα οποία ήταν πολλά (1925, 1926, 1929, 1930 και 1934), αλλά όλα τους εξωπραγματικά.

Το πλέον τραγελαφικό όλων ήταν δε αυτό του 1929, που καταργούσε τα σώματα Στρατού και προέβλεπε τη συγκρότηση 5 ομάδων μεραρχιών, με 18 ΜΠ και μία Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ), τη στιγμή που στις αποθήκες δεν υπήρχαν καν στολές για περισσότερες από 6 μεραρχίες.

Στα σχέδια δε αυτά επιστρατεύσεως, ως εφεδρικό πυροβολικό στρατιάς δίδονταν τα ορειβατικά των 65 χιλ.

Επίσης, μονάδες που, βάσει του σχεδίου, θα σχηματίζονταν στη Θράκη, επιστρατεύονταν στη Λάρισα!

Αναδιοργάνωση

Μετά το 1936, όταν ο Αλέξανδρος Παπάγος ανέλαβε την αρχηγία του ΓΕΣ, άρχισε αμέσως μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του Στρατού. Ο νέος αρχιστράτηγος αποφάσισε την αλλαγή του κύριου διαμετρήματος του φορητού οπλισμού του Στρατού, από τα 6,5 στα 7,92 χιλ.

Έτσι, σε πρώτη φάση αγοράστηκαν 50.000 τυφέκια Μάουζερ, βελγικής κατασκευής, ακριβή αντίγραφα του αντίστοιχου γερμανικού τυφεκίου 98 Κ της Μάουζερ. Παραγγέλθηκαν άλλα 50.000 τυφέκια, τα οποία όμως δεν παραλήφθηκαν, λόγω της έκρηξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Παραγγέλθηκαν επίσης 1.200 πολυβόλα Χότσκις των 7,92 χιλ., από τα οποία παραλήφθηκαν μόνο 400, όπως επίσης παραγγέλθηκαν και 1.500 οπλοπολυβόλα Χότσκις των 7,92 χιλ. αλλά παραλήφθηκαν μόνο 200.

Τέλος, παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν 313 όλμοι των 81 χιλ.

Στον τομέα των αντιαρματικών όπλων αγοράστηκαν 24 αντιαρματικά πυροβόλα ΡΑΚ 35/36, γερμανικά, των 37 χιλ. και 22 βρετανικής κατασκευής αντιαρματικά τυφέκια Boys των 14 χιλ. Είχαν παραγγελθεί συνολικά 60 αντιαρματικά πυροβόλα και 1.786 αντιαρματικά τυφέκια, αλλά δεν παρελήφθησαν.

Επίσης, παραγγέλθηκαν 130 όλμοι και 100 οπισθογεμείς όλμοι Μπραντ των 81 χιλ. αλλά δεν παραδόθηκαν ποτέ. Όσον αφορά στο παλαιό υλικό, επισκευάστηκε και αξιοποιήθηκε σχεδόν στο σύνολό του. Από τα γαλλικά τυφέκια των 8 χιλ., 16.000 Λεμπέλ αξιοποιήθηκαν ως βομβιδοβόλα, βάλλοντας την παλαιά οπλοβομβίδα V.B.

Επίσης αξιοποιήθηκαν όλα τα παλαιά ελαφρά Σεντ Ετιέν πυροβόλα των 65 χιλ., τα οποία διατέθηκαν ανά δύο στους λόχους συνοδείας των συνταγμάτων πεζικού, μαζί με 4 όλμους των 81 χιλ. Την 28η Οκτωβρίου 1940 όλα τα συντάγματα πεζικού διέθεταν τον προβλεπόμενο οπλισμό.

Έστω και με τις ανωτέρω ελλείψεις, το σχέδιο επιστράτευσης 1939β προέβλεπε τη συγκρότηση 56 συνταγμάτων πεζικού, τεσσάρων ταγμάτων πολυβόλων θέσεως και πέντε ταγμάτων πολυβόλων κινήσεως. Τα τάγματα πολυβόλων διέθεταν συνήθως τρεις λόχους πολυβόλων (12 πολυβόλα ανά λόχο).

Τα ελληνικά όπλα

Παρακάτω θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τον οπλισμό του Ελληνικού Στρατού τη συγκεκριμένη περίοδο.

Πολυβόλα

Με την έναρξη του πολέμου το 1940, ο Ε.Σ. διέθετε συνολικά 4.852 πολυβόλα κάθε τύπου. Αυτά ήταν:

> Ελαφρύ πολυβόλο Xότσκις (Hotchkiss), υποδείγματος 1926, των 7,92 χιλ. Τα 1.752 πολυβόλα του τύπου αγοράστηκαν από τον δικτάτορα Πάγκαλο. Ήταν όμοια με τα αντίστοιχα οπλοπολυβόλα, αερόψυκτα, αλλά διέθεταν βαρύτερη κάννη και τρίποδα. Το όπλο είχε μήκος 1,2 μ. και βάρος 12,75 κιλά.

Ο τρίποδας ζύγιζε 12,5 κιλά. Ήταν αξιόπιστο, αλλά είχε πολύ χαμηλή ταχυβολία, και ειδικότερα μόνο 220 βολές ανά λεπτό (β.α.λ.). Με ορισμένες πατέντες των Ελλήνων, όμως, η ταχυβολία σχεδόν διπλασιάστηκε, φτάνοντας τις 400 β.α.λ. Το όπλο τροφοδοτούνταν με άκαμπτη μεταλλική ταινία 30 φυσιγγίων, ενώ κατά τη βολή παρήγε χαρακτηριστικό ήχο.

Είχε μέγιστο βεληνεκές περίπου 4.700 μ., δραστικό 3.400 μ., αν και το κλισιοσκόπιό του, για άμεση βολή, σταματούσε στα 2.400 μ. Οι Έλληνες πολυβολητές εκπαιδεύονταν κυρίως στην εκτέλεση άμεσων βολών σε απόσταση 1.500 μ. Οι βολές στο όριο του κλεισιοσκοπίου δεν θεωρούνταν αποτελεσματικές.

Επίσης, η έμμεση βολή θεωρούνταν αποτελεσματική σε αποστάσεις μέχρι 3.500 μ. κατά σοβαρού όμως στόχου, καθώς απαιτούσε μεγάλη κατανάλωση πυρομαχικών. Το πολυβόλο, που μπορούσε να εκτελέσει βολές και κατά αεροσκαφών που ίπταντο σε ύψος κάτω των 1.000 μ., εξόπλισε τα περισσότερα συντάγματα πεζικού.

> Πολυβόλο γενικής χρήσης Σεντ Ετιέν (St. Etienne). Ηταν το πολυπληθέστερο σε χρήση με τον Ελληνικό Στρατό το 1940. Υπήρχαν 2.300 όπλα, τα οποία εξόπλισαν, τόσο μονάδες πρώτης γραμμής, όσο και τα οχυρά, ενώ αρκετά διατέθηκαν για τη συγκρότηση αντιαεροπορικών πολυβολαρχιών, με 16 πολυβόλα η καθεμία.

Το πολυβόλο ήταν γαλλικής προέλευσης, αερόψυκτο, υποδείγματος 1907. Αποτέλεσε βασικό πολυβόλο του γαλλικού Στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διατέθηκε δε στον Ελληνικό Στρατό, μετά το 1916. Χρησιμοποιήθηκε στον Α΄ ΠΠ, στην εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία και τη Μικρά Ασία.

Στο διάστημα 1936-1940 επισκευάστηκαν όλα και χρησιμοποιήθηκαν με καλά αποτελέσματα. Έβαλλαν το βαρύ φυσίγγιο των 8 χιλ. Το μέγιστο βεληνεκές τους για την εκτέλεση άμεσης βολής ήταν τα 2.400 μ. (ένδειξη κλεισιοσκοπίου). Το πολυβόλο ήταν βαρύ: ζύγιζε 23,8 κιλά και ο τρίποδάς του, 32,7 κιλά.

Τροφοδοτούνταν από καννάβινη ταινία 300 φυσιγγίων, και η πρακτική ταχυβολία του έφτανε τις 300 β.α.λ. Γενικά ήταν σχετικά δύσχρηστο όπλο (κυρίως λόγω του μεγάλου βάρους του), αν και αρκετά αξιόπιστο, παρά την ηλικία του. Διατέθηκε στα συντάγματα της V, της VIII, της ΧΙΙ και της 12ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ),  στο 91ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ) της ΧVIII ΜΠ, στο 24ο και στο 40 ο ΣΠ της ΙΙΙ ΜΠ.

> Πολυβόλο θέσης Xότσκις (Hotchkiss), υποδείγματος 1914. Ήταν το καλύτερο πολυβόλο σε χρήση, αλλά υπήρχαν μόνο 400, τα οποία παραλήφθηκαν το 1939. Είχε διαμέτρημα 7,92 χιλ., βάρος 23,6 κιλά, ενώ ο τρίποδας ζύγιζε 24 κιλά. Ακόμα, είχε πρακτική ταχυβολία 500 β.α.λ. και κλεισιοσκόπιο στα 2.000 μ. Τροφοδοτούνταν από μεταλλικές ταινίες των 249 φυσιγγίων.

> Πολυβόλο γενικής χρήσης Μαξίμ (Maxim), υγρόψυκτο, των 7,92 χιλ. Επρόκειτο για το εξαίρετο γερμανικό πολυβόλο MG/08.

Ήταν το βασικό πολυβόλο του γερμανικού Στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο χρησιμοποιούσαν επίσης οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι. Τα 170 που διέθετε ο Στρατός προέρχονταν όλα από λάφυρα.

Επισκευάστηκαν και διατέθηκαν κυρίως στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά. Είχαν βάρος 22 κιλά, ενώ ο τρίποδας ζύγιζε 34 κιλά.

Τροφοδοτούνταν από καννάβινη ταινία 250 φυσιγγίων. Είχε μέγιστο βεληνεκές 4.000 μ. και μέγιστο άμεσης βολής 2.000 μ. (ένδειξη κλεισιοσκοπίου). Η ταχυβολία τους έφτανε τις 450 β.α.λ. Απέδωσαν εξαίρετα στα οχυρά. Υπήρχαν 170 σε χρήση.

> Πολυβόλο γενικής χρήσης Σβάρτσλοζε (Schwarzlose) των 6,5 χιλ. Ήταν αυστριακής κατασκευής, υποδείγματος 1907/12, υδρόψυκτα. Ήταν τα πρώτα πολυβόλα του Ελληνικού Στρατού με τα οποία πολέμησε από τους Βαλκανικούς Πολέμους και έπειτα. Είχαν το ίδιο διαμέτρημα με το τυφέκιο Μάλινχερ Σενάουερ, που επίσης διέθετε ο Στρατός.

Υπήρχαν 230. Επισκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με άριστα αποτελέσματα, αν και, λόγω της βραχείας τους κάννης, είχαν σχετικά μικρό βεληνεκές. Διατέθηκαν κυρίως στις πολυβολαρχίες των μονάδων ιππικού (συντάγματα ιππικού και ομάδες αναγνώρισης σωμάτων και μεραρχιών) αλλά και στο πυροβολικό.

Είχε βάρος 20 κιλά, ενώ ο τρίποδάς του ζύγιζε επίσης 20 κιλά. Είχε το ίδιο σύστημα τροφοδοσίας με το συγγενές του Μαξίμ (ταινία 250 φυσιγγίων) και την ίδια πρακτική ταχυβολία. Είχε κλεισιοσκόπιο στα 2.800 μ.

Πέραν των διατιθέμενων όπλων, ο Ελληνικός Στρατός αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει και μεγάλο αριθμό ιταλικών πολυβόλων, που ήταν λάφυρα από το Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο.

Από αυτά, αξιοποιήθηκαν τελικά 819 πολυβόλα των τύπων Φίατ υποδείγματος 1935, των 8 χιλ. (245 πολυβόλα), Φίατ Ραβέλι υποδείγματος 1914 των 6,5 χιλ. (263 πολυβόλα) και Μπρέντα (Breda), των 8 χιλ. (311 πολυβόλα).

Επίσης, οι Βρετανοί διέθεσαν 50 πολυβόλα γενικής χρήσης Βίκερς (Vikers Mk I), των 7,7 χιλ. (0,303 in), με λίγα πυρομαχικά. Τα όπλα αυτά διατέθηκαν κυρίως στη ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, εξοπλίζοντας τα Bren Carriers που διέθετε.

Οπλοπολυβόλα

Με την έναρξη του πολέμου υπήρχαν 12.200 οπλοπολυβόλα τριών τύπων:

> Οπλοπολυβόλο Σοσά, υποδείγματος 1915 (Chauchat). Υπήρξε με διαφορά το χειρότερο οπλοπολυβόλο όλων των εποχών, αν και χρησιμοποιήθηκε σχεδόν από όλους τους συμμαχικούς Στρατούς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ελληνικός Στρατός τα προμηθεύτηκε το 1917 (περίπου 3.500 από αυτά). Τα υπόλοιπα αγοράστηκαν κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Το 1940 υπήρχαν 6.000.

Το όπλο ήταν σχεδόν άχρηστο. Ήταν επιρρεπές σε συνεχείς εμπλοκές, ακόμα και με λίγη σκόνη, πόσω μάλλον στις συνθήκες μάχης στη Βόρεια Ήπειρο και στη Δυτική Μακεδονία. Ο Παπάγος είχε σκοπό να το αποσύρει, αλλά δεν κατέστη δυνατό να γίνει προμήθεια νεότερων όπλων. Έτσι, αποφασίστηκε τουλάχιστον να γίνει μια προσπάθεια βελτίωσής του, η οποία, εν μέρει, απέδωσε.

Τα ελληνικά Σοσά διέθεταν νέες κάννες και νέους γεμιστήρες, καθώς και καινούργια κλεισιοσκόπια. Παρ’ όλα αυτά, παρέμειναν μόνιμη πηγή δυσαρέσκειας για τους χρήστες τους. Διατέθηκαν στο 24ο ΣΠ της ΙΙΙ ΜΠ, στο 92ο ΣΠ της VII ΜΠ, στο 15ο και στο 85ο ΣΠ της VIII MΠ, στο 84ο, στο 86ο και στο 87ο ΣΠ της ΧΙΙ ΜΠ, στο 35ο ΣΠ και στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων της 12ης ΜΠ, καθώς και σε όλα της συντάγματα της ΧVΙΙΙ ΜΠ.

Το όπλο έβαλλε το γαλλικό φυσίγγιο των 8 χιλ. Ζύγιζε 9,2 κιλά, είχε δραστικό βεληνεκές 400 μ. και τροφοδοτούνταν από γεμιστήρα των 20 φυσιγγίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το γαλλικό Κοινοβούλιο διεξήγαγε ένορκη διοικητή εξέταση σχετικά με την αποδοχή του όπλου αυτού σε υπηρεσία!

> Οπλοπολυβόλο Xότσκις (Hotchkiss) υποδείγματος 1926, των 6,5 χιλ. Στο διάστημα μεταξύ 1926-28 αγοράστηκαν 6.000 από τα πολύ καλά αυτά οπλοπολυβόλα. Ήταν κατασκευασμένα να βάλλουν το ελληνικό φυσίγγιο των 6,5 χιλ., το ίδιο που έβαλλε και το βασικό τυφέκιο του Ελληνικού Στρατού, το περίφημο Μάλινχερ Σενάουερ. Το όπλο είχε μήκος 1,2 μ. και βάρος 8,7 κιλά.

Τροφοδοτούνταν από μεταλλική ταινία 15 φυσιγγίων. Είχαν μέγιστο βεληνεκές 3.300 μ., βεληνεκές μάχης 1.000 μ. και δραστικό 500 μ. Ήταν στιβαρό και αξιόπιστο όπλο. Με αυτό εξοπλίστηκε η πλειονότητα των μάχιμων σχηματισμών. Βάσει του κανονισμού χρήσης του, έβαλλε είτε βολή κατά βολή είτε σε ριπές των 6-8 φυσιγγίων, σε απόσταση μέχρι 1.400 μ. (κλεισιοσκόπιο).

Μπορούσε να εκτελέσει και αντιαεροπορική βολή, κατά στόχων που πετούσαν σε ύψος κάτω των 600 μ.

> Οπλοπολυβόλο Xότσκις (Hotchkiss) υποδείγματος 1922, των 7,92 χιλ. Το 1938 παραγγέλθηκαν 1.500 από τα πολύ καλά αυτά οπλοπολυβόλα, αλλά οι Γάλλοι τελικά παρέδωσαν μόνο 200 και αυτά, κατόπιν προσωπικής όχλησης του Γάλλου αρχιστράτηγου Γκαμελέν, από τον Αλ. Παπάγο. Ήταν αξιόπιστα και στιβαρά όπλα, σχεδόν ολόιδια με τα προηγούμενα, με τη διαφορά ότι είχαν διαμέτρημα 7,92 χιλ.

Όπως αναφέρθηκε, ήδη ο Παπάγος είχε επιχειρήσει να απαλλάξει το Στρατό από τα άχρηστα Σοσά. Πέρα από τα 1.500 οπλοπολυβόλα Χότσκις, που είχε παραγγείλει από τη Γαλλία, είχε ζητήσει και άλλα 4.450 από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Από αυτά, παραδόθηκαν μόνο περί τα 1.000 οπλοπολυβόλα Xότσκις των 7,7 χιλ.

Ακόμα κι αυτά, όμως, δόθηκαν μεσούντος του πολέμου και χωρίς κάποια κρίσιμα παρελκόμενα, τα οποία ανέλαβε να κατασκευάσει η Εφορία Υλικού Πολέμου (ΕΥΠ). Έτσι, μέχρι το πέρας των επιχειρήσεων, μόλις 330 από αυτά είχαν διατεθεί στις μονάδες.

Τη λύση σε ένα βαθμό έδωσαν και πάλι οι Ιταλοί, οι οποίοι άφησαν ως λάφυρα στα χέρια του Ελληνικού Στρατού εκατοντάδες οπλοπολυβόλα Μπρέντα (Breda). Οι Βρετανοί έστειλαν μερικά ακόμα οπλοπολυβόλα του ίδιου τύπου, τα οποία είχαν πάρει ως λάφυρα από τους Ιταλούς στη Βόρεια Αφρική. Από τα 2.300 που πέρασαν τελικά στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού, η ΕΥΠ μετασκεύασε περίπου τα 2.000, τα οποία και διατέθηκαν στις μονάδες.

Τυφέκια – Αραβίδες

> Μάλινχερ, υποδείγματος 1890-95, Βουλγαρίας, των 8 χιλ. Υπήρχαν 16.700 τυφέκια και αραβίδες, λάφυρα όλα από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έβαλλαν φυσίγγιο των 8 χιλ. και, για λόγους αποφυγής πολυτυπίας, δεν διατέθηκαν σε μάχιμες μονάδες, αλλά δόθηκαν στη Χωροφυλακή και την Αεροπορία.

> Μάλινχερ Σενάουερ των 6,5 χιλ. Το τυφέκιο-θρύλος του Ελληνικού Στρατού, το όπλο που απελευθέρωσε τη Μακεδονία και τη Θράκη και παραλίγο και την Ιωνία. Υπήρχαν σε τρία βασικά υποδείγματα, με ελάχιστες μικροδιαφορές μεταξύ τους. Τα πρώτα αγοράστηκαν το 1907. Ακολούθησαν νέες αγορές, έτσι ώστε, στις παραμονές του πολέμου υπήρχαν περίπου 229.000 τυφέκια και αραβίδες του τύπου.

Το Μάλινχερ Σενάουερ είχε διαμέτρημα 6,5 χιλ. Ήταν επαναληπτικό τυφέκιο με κινητό ουραίο και περιστροφικό γεμιστήρα 5 φυσιγγίων. Είχε μήκος 1,22 μ. και βάρος 3,76-3,85 κιλά, ανάλογα με το υπόδειγμα. Οι αραβίδες είχαν μήκος 1,016 μ. και βάρος 3,3 κιλά. Εξόπλιζαν κυρίως το ιππικό και το πυροβολικό.

Το Μάλινχερ Σενάουερ ήταν ένα στιβαρό τυφέκιο, που είχε αποδείξει την αξία του στη μάχη. Το μόνο του μειονέκτημα ήταν το μικρό του διαμέτρημα. Είχε μέγιστο βεληνεκές 3.600 μ. και δραστικό 600 μ. Το τυφέκιο είχε κλεισιοσκόπιο στα 2.000 μ., ενώ η αραβίδα στα 1.800 μ. Εξόπλισε τον όγκο των μονάδων πρώτης γραμμής στον πόλεμο του 1940-41.

Λίγο πριν τον πόλεμο είχε υποβληθεί μια μελέτη για τη μετατροπή του σε τυφέκιο εφόδου, ουσιαστικά, εφόσον με τη χρήση ενός ειδικού μηχανισμού το όπλο θα μπορούσε να βάλλει βολή κατά βολή, αλλά και βολές κατά ριπάς. Ωστόσο, η έκρηξη του πολέμου δεν επέτρεψε την έναρξη του προγράμματος, το οποίο είχε εγκριθεί.

> Μάουζερ 7,92 χιλ., υποδείγματος 1930, βελγικά, των 7,92 χιλ. Στο πλαίσιο της απόφασης για την αλλαγή διαμετρήματος στο Στρατό, αγοράστηκαν 50.000 όπλα του τύπου, εντελώς όμοια με τα τυφέκια 98 Κ του γερμανικού Στρατού, τα οποία παράγονταν, κατόπιν αδείας και από τη βελγική FN. Ήταν άριστα τυφέκια, στιβαρά και ακριβή. Παραγγέλθηκαν συνολικά 100.000 (σε Βέλγιο και Γερμανία), αλλά παραδόθηκαν μόνο τα μισά. Είχαν μήκος 1,10 μ. και βάρος 3,81 κιλά. Ήταν επαναληπτικά κινητού ουραίου και τροφοδοτούνταν με γεμιστήρα 5 φυσιγγίων. Είχαν κλεισιοσκόπιο στα 1.400 μ. και δραστικό βεληνεκές 600 μ.

> Μάουζερ, υποδείγματος 1890-1893-1903-1905, τουρκικά, των 7,65 χιλ. Υπήρχαν περίπου 36.000 τυφέκια και αραβίδες, προερχόμενα από λάφυρα. Τα περισσότερα ήταν άχρηστα, αλλά από το 1936 άρχισε η ανακατασκευή τους από την Εφορία Υλικού Πολέμου και χρησιμοποιήθηκαν όλα, οπλίζοντας βοηθητικούς σχηματισμούς, κυρίως λόγω της έλλειψης ανάλογων φυσιγγίων.

> Μάουζερ 1898 των 7,92 χιλ. Επρόκειτο για το κλασικό τυφέκιο του γερμανικού Στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχαν περίπου 9.000 από αυτά, όλα λάφυρα από το Μακεδονικό Μέτωπο. Διατέθηκαν κανονικά στις μονάδες, αφού επισκευάστηκαν. Ήταν παρόμοια με τα Μάουζερ FN που αγοράστηκαν, απλώς ήταν λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα.

> Μπερτιέ-Λεμπέλ των 8 χιλ. Τα γαλλικά τυφέκια Λεμπέλ (υποδείγματος 1886/93) και το διάδοχό του Μπερτιέ των υποδειγμάτων 1892, 1907 και 1915, διατέθηκαν στον Ελληνικό Στρατό μεταξύ των ετών 1917-18. Χρησιμοποιήθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρά Ασία. Έβαλλαν το τυπικό γαλλικό φυσίγγιο των 8 χιλ. Υπήρχαν 59.000 τυφέκια και αραβίδες. Από αυτά, 16.000 τυφέκια Λεμπέλ χρησιμοποιήθηκαν ως βομβιδοβόλα, βάλλοντας την οπλοβομβίδα V.B. με τη χρήση ειδικής χοάνης, του περίφημου τρομπλόν.

Τα όπλα αυτά εξόπλισαν τους τρομπλονιστές του πεζικού και του ιππικού, ενώ πάνω από 300 διατέθηκαν στα οχυρά. Τα τυφέκια Λεμπέλ ήταν επαναληπτικά κινητού ουραίου, με γεμιστήρα 8 φυσιγγίων. Ήταν όμως βαρύ όπλο (4,24 κιλά) και μεγάλο σε μήκος (1,3 μ.). Λόγω όμως του βαρέος φυσιγγίου που έβαλλε, είχε μέγιστο βεληνεκές περίπου 4 χλμ.

Πέραν των βομβιδοβόλων Λεμπέλ, τα υπόλοιπα διατέθηκαν στους σχηματισμούς της επιμελητείας. Τα Μπερτιέ ήταν ελαφρύτερα, αλλά είχαν γεμιστήρα μόνο των 3 φυσιγγίων.

> Γκρα, των 11 χιλ., υποδείγματος 1874. Τα τυφέκια αυτά χρησιμοποιήθηκαν στον Πόλεμο του 1897. Ήταν στιβαρά και αξιόπιστα παρά την ηλικία τους. Διέθεταν κινητό ουραίο αλλά έπαιρναν μόνο μία βολίδα τη φορά και έπρεπε να γεμίζονται μετά από κάθε βολή. Είχαν μήκος 1,3 μ. και βάρος 4,2 κιλών. Χρησιμοποιήθηκαν για εκπαίδευση και ως όπλο σχηματισμών εθνοφυλακής.

Χειροβομβίδες-οπλοβομβίδες

Ο Ελληνικός Στρατός με την έναρξη του πολέμου είχε μεγάλη έλλειψη χειροβομβίδων. Υπήρχε διαθέσιμος ένας αριθμός, κυρίως, ιταλικών επιθετικών και αμυντικών χειροβομβίδων, από παραγγελία του 1925-26.

Υπήρχαν επίσης 99.500 πολωνικές επιθετικές χειροβομβίδες, 55.000 γαλλικές αμυντικές, ενώ μέχρι τον Απρίλιο του 1941 είχαν παραδοθεί και 140.000 εγχώριας παραγωγής. Με την έναρξη του πολέμου ζητήθηκαν από τη Βρετανία 200.000 αμυντικές, 300.000 επιθετικές και 30.000 αντιαρματικές χειροβομβίδες, από τις οποίες παραδόθηκαν συνολικά περίπου 100.000.

Η Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου κατασκεύασε επίσης και 2.600 «ειδικές» εμπρηστικές χειροβομβίδες «Μολότοφ». Αυτές περιείχαν μείγμα βενζίνης με φωσφόρο, για ανάφλεξη. Στα χέρια των Ελλήνων επίσης έπεσαν και χιλιάδες ιταλικές χειροβομβίδες, ενώ μερικές χιλιάδες, επίσης ιταλικές (λάφυρα από την Αφρική), έστειλαν οι Βρετανοί.

Με την έναρξη του πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε επίσης 300.000 οπλοβομβίδες τύπου V.B. του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι οπλοβομβίδες αυτές βάλλονταν από τυφέκια Λεμπέλ των 8 χιλ. με την προσθήκη ειδικής χοάνης (τρομπλόν). Ο τύπος είχε χρησιμοποιηθεί από το 1917 και έπειτα. Η βομβίδα είχε βάρος 475 γραμμάρια και μπορούσε να βληθεί σε απόσταση μέχρι 180 μ.

Η αποτελεσματικότητα της οπλοβομβίδας ήταν παρόμοια με της αμυντικής χειροβομβίδας. Τα όπλα αυτά, των οποίων οι Ιταλοί δεν διέθεταν αντίστοιχα, αποτέλεσαν την ελληνική απάντηση στoυς ιταλικούς ολμίσκους Brixia· μάλιστα, επρόκειτο για μια απάντηση ιδιαίτερα δυσάρεστη για τους Ιταλούς.

Οι στρατιώτες της κάθε διμοιρίας που έφεραν τα βομβιδοβόλα τυφέκια Λεμπέλ ονομάζονταν «τρομπλονιστές». Ήταν τέσσερις (ένας ανά ομάδα μάχης και ένας δεκανέας οπλοβομβιστής της διμοιρίας), συγκεντρώνονταν μαζί και έβαλλαν μπαράζ οπλοβομβίδων κατά επιλεγμένων στόχων (π.χ. φωλέες πολυβόλων). Ακόμα σημαντικότερο ήταν το αποτέλεσμα όταν συγκεντρώνονταν οι τρομπλονιστές ενός λόχου μαζί (16 άνδρες).

Υποπολυβόλα

Πριν την έκρηξη του πολέμου, ο Στρατός δεν διέθετε υποπολυβόλα. Μόνο η Βασιλική Χωροφυλακή διέθετε περίπου 100 Steyr Solothurn των 9 χιλ. Μόνο τον Ιανουάριο του 1941 οι Βρετανοί παραχώρησαν 990 Thomson Α1 (διαμέτρημα 0,45 in), τα οποία διατέθηκαν στην υπό συγκρότηση ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία. Επίσης, από ιταλικά λάφυρα χρησιμοποιήθηκε μικρός αριθμός υποπολυβόλων Μπερέτα, υποδείγματος 1930 και 1938, των 9 χιλ.

Αντιαρματικά όπλα

Πριν από το 1936 ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε αντιαρματικά όπλα. Το έτος εκείνο αγοράστηκαν 24 γερμανικά αντιαρματικά πυροβόλα ΡΑΚ 35/36 των 37 χιλ. και αργότερα παραγγέλθηκαν άλλα 36, τα οποία όμως δεν παραδόθηκαν.

Επίσης παραγγέλθηκαν 1.786 αντιαρματικά τυφέκια Boys, βρετανικά, των 14 χιλ., για την άμεση αντιαρματική προστασία του πεζικού.

Ωστόσο, μέχρι την έναρξη του πολέμου, οι Βρετανοί παρέδωσαν μόνο 22 από αυτά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρέδωσαν άλλα 100, καθώς και 15 ελβετικής κατασκευής, ιταλικά λάφυρα, ελαφρά αντιαρματικά Solothurn των 20 χιλ. Τα πυροβόλα των 37 χιλ. διατέθηκαν κυρίως στα οχυρά, εκτός από 4 που δόθηκαν στην VIII MΠ. Αργότερα και άλλα μεταφέρθηκαν στο Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο.

Το ΡΑΚ 35/36 ήταν ελαφρύ και αποτελεσματικό εναντίον ελαφρών αρμάτων.

Το τυφέκιο Boys μπορούσε να διατρήσει θώρακα πάχους 21χιλ. σε απόσταση 300 μ. Ζύγιζε 16,32 κιλά και τροφοδοτούνταν από γεμιστήρα 5 φυσιγγίων. Το Solothurn είχε βάρος 40 κιλά. Ήταν στην ουσία ένα ελαφρύ πυροβόλο, χωρίς κιλλίβαντα, μεταφερόμενο στα χέρια των ανδρών. Μπορούσε να διατρήσει θώρακα πάχους 27 χιλ. σε απόσταση 300 μ.

Στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν επίσης και αρκετά ιταλικά αντιαρματικά πυροβόλα Breda των 47 χιλ. Τα πυροβόλα αυτά δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογα και η διατρητική τους ικανότητα ήταν κατώτερη αυτής των ΡΑΚ 35/36. Ο Ελληνικός Στρατός κάλυψε το έλλειμμα σε αντιαρματικά όπλα χρησιμοποιώντας παλαιά πεδινά πυροβόλα, κυρίως των 75 χιλ. σε αντιαρματικό ρόλο.

Τα πυροβόλα αυτά αποδείχθηκαν άκρως αποτελεσματικά, ακόμα και απέναντι στα γερμανικά Panzer, εξαιτίας των βαριών εκρηκτικών οβίδων που έβαλλαν, εφόσον είχαν εκ των πραγμάτων σχετικά χαμηλή αρχική ταχύτητα εξόδου βλήματος.

Όλμοι-Πυροβόλα συνοδείας

Μέχρι το 1936, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε μόνο 10 όλμους με 10 βολές ανά σωλήνα. Τη χρονιά εκείνη παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν 313 όλμοι Μπραντ των 81 χιλ.

Ζητήθηκαν επίσης άλλοι 130 όλμοι των 81 χιλ. και 100 οπισθογεμείς όλμοι Μπραντ των 81 χιλ. για τα οχυρά, αλλά οι Γάλλοι αρνήθηκαν να τους παραδώσουν, αντιπροτείνοντας την παράδοση όλμων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο όλμος Μπραντ ήταν ένα εξαίρετο όπλο υποστήριξης του πεζικού, που, λόγω της εξαιρετικής εκπαίδευσης των Ελλήνων ολμιστών, απέδωσε καταπληκτικά στον πόλεμο του 1940-41. Ο όλμος μπορούσε να βάλλει διάφορα βλήματα. Το σύνηθες εκρηκτικό των 3,4 κιλών μπορούσε να βληθεί σε απόσταση μέχρι 2.800 μ., ενώ το βαρύ των 6,5 κιλών, υψηλής εκρηκτικότητας, μπορούσε να βληθεί σε απόσταση έως 1.200 μ.

Οι όλμοι Μπραντ διατέθηκαν, ανά 4, στα συντάγματα πεζικού και ιππικού και ανά 2 στις ομάδες αναγνώρισης των σωμάτων Στρατού.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Βρετανοί παραχώρησαν 100 όλμους Skokes των 3 in του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με μέγιστο βεληνεκές 1.450 μ. και περί τους 50 ολμίσκους των 2 in (51 χιλ.), οι οποίοι είχαν μέγιστο βεληνεκές κάτω των 500 μ. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης αρκετοί ιταλικοί όλμοι των 81 χιλ., που ήταν σχεδόν ίδιοι με τους ελληνικούς, και τεράστιος αριθμός ιταλικών ολμίσκων Brixia των 45 χιλ. (μέγιστο βεληνεκές 250 μ.), το βλήμα των οποίων είχε περίπου την ίδια αποτελεσματικότητα με τις ελληνικές οπλοβομβίδες V.B.

Στα συντάγματα πεζικού διατέθηκαν, ελλείψει επαρκών όλμων, ελαφρά ορειβατικά πυροβόλα Σεντ Ετιέν των 65 χιλ. Τα παλαιά αυτά πυροβόλα επισκευάστηκαν στο σύνολό τους και διατέθηκαν ανά δύο στα συντάγματα πεζικού, προσδίδοντας ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα στο ελληνικό πεζικό. Το πυροβόλο ζύγιζε μόνο 400 κιλά και μεταφέρονταν σε φόρτους, ακόμα και στις πλάτες των ανδρών.

Έβαλλε εκρηκτική οβίδα βάρους 4,4 κιλών σε απόσταση 6.500 μ. Μπορούσαν δε, αν η κατάσταση το απαιτούσε, να χρησιμοποιηθούν και ως αντιαρματικά.

Οργάνωση του πεζικού

Βασική μονάδα ελιγμού του πεζικού ήταν η ομάδα μάχης με δύναμη 13 ανδρών, χωρισμένη σε δύο ημιομάδες. Επικεφαλής της ομάδας ήταν λοχίας.

Η ημιομάδα οπλοπολυβολητών είχε 5 άνδρες και η ημιομάδα ακροβολιστών 7 άνδρες. Αυτή είχε στη διάθεσή της και το βομβιδοβόλο τυφέκιο Λεμπέλ. Έτσι, η κάθε ομάδα μάχης έφερε ένα οπλοπολυβόλο, ένα βομβιδοβόλο τυφέκιο και 10 τυφέκια.

Ο σκοπευτής και ο γεμιστής του οπλοπολυβόλου έφεραν πιστόλια. Τρεις ομάδες μάχης συγκροτούσαν μία διμοιρία. Τη διοίκηση της διμοιρίας ασκούσε ανθυπολοχαγός ή ανθυπασπιστής.

Η διμοιρία είχε 43 άνδρες: έναν διμοιρίτη, έναν λοχία βοηθό, έναν δεκανέα αρχηγό τρομπλονιστών, έναν αγγελιαφόρο-διαβιβαστή και 39 άνδρες των τριών ομάδων μάχης.

Η διμοιρία διέθετε 3 οπλοπολυβόλα, 4 βομβιδοβόλα και 33 τυφέκια. Ο λόχος αποτελούνταν από 4 διμοιρίες (αντί των σημερινών 3), την ομάδα διοίκησης και τα μεταγωγικά μάχης του λόχου.

Η δύναμη του λόχου ξεπερνούσε τους 200 άνδρες, εκ των οποίων οι 180 ήταν μάχιμοι. Ο λόχος έφερε 12 οπλοπολυβόλα και 16 βομβιδοβόλα.

Κατά περίπτωση, προβλεπόταν η διάθεση διμοιρίας πολυβόλων (4 πολυβόλα) από τη διοίκηση του τάγματος.

Το τάγμα διέθετε τρεις λόχους, έναν λόχο συνοδείας (όπως ονόμαζαν τότε τον λόχο βαρέων όπλων) και μεταγωγικά μάχης.

Αν και προβλεπόταν η διάθεση σε κάθε τάγμα 4 όλμων των 81 χιλ. και 12 αντιαρματικών τυφεκίων των 14 χιλ., η μη παράδοση των όπλων αυτών από τη Γαλλία και τη Βρετανία αντίστοιχα, δεν επέτρεψε τον εξοπλισμό των ταγμάτων βάσει των προβλεπόμενων.

Έτσι, τα μόνα βαριά όπλα που διατέθηκαν στα τάγματα πεζικού ήταν 12 πολυβόλα στο λόχο συνοδείας. Συνολικά, το κάθε τάγμα διέθετε 12 πολυβόλα, 36 οπλοπολυβόλα και 48 βομβιδοβόλα. Το σύνταγμα πεζικού αποτελούσαν 3 τάγματα πεζικού και ένας λόχος συνοδείας.

Λόγω της μη διάθεσης επαρκούς υλικού, ο λόχος συνοδείας διέθετε μόνο 4 όλμους των 81 χιλ. και 2 ελαφρά, ορειβατικά πυροβόλα των 65 χιλ. Συνολικά, το ελληνικό σύνταγμα πεζικού διέθετε 2 πυροβόλα των 65 χιλ., 4 όλμους των 81 χιλ., 36 πολυβόλα, 108 οπλοπολυβόλα και 144 βομβιδοβόλα.

Η μεραρχία πεζικού, τέλος, διέθετε συνήθως τρία συντάγματα πεζικού, ένα σύνταγμα πυροβολικού των τριών μοιρών, των δύο όμως πυροβολαρχιών ανά μοίρα (24 συνολικά ορειβατικά πυροβόλα, 165 των 75 χιλ. και 85 των 105 χιλ.), λόχο μηχανικού, δύο λόχους διαβιβάσεων, λόχο υγειονομικού και λοιπές υπηρεσίες. Η συνολική της δύναμη έφτανε τους 13.000 άνδρες.

Το ιππικό ήταν επίλεκτο και είχε ιδιαίτερη οργάνωση. Κάθε μεραρχία πεζικού διέθετε μία Ομάδα Αναγνώρισης συγκροτούμενη από 2 έφιππες ίλες και 2 πολυβόλα.

Οι Ομάδες Αναγνώρισης των σωμάτων διέθεταν επίσης 2 έφιππες ίλες και ίλη βαρέων όπλων με 4 πολυβόλα και 2 όλμους των 81 χιλ.

Κάθε σύνταγμα ιππικού διέθετε 4 έφιππες ίλες, μία ίλη πολυβόλων (12 πολυβόλα) και μία ίλη όλμων (4 όλμοι των 81 χιλ.)

Κάθε σύνταγμα ιππικού είχε παρατακτέα δύναμη ανάλογη ενός τάγματος πεζικού, αλλά διέθετε και όλμους. Υπήρχαν 2 έφιππα συντάγματα ιππικού και ένα μηχανοκίνητο σύνταγμα ιππικού, με τον ίδιο εξοπλισμό, αλλά με οχήματα παντός εδάφους, αντί για άλογα.

Η Μεραρχία Ιππικού διέθετε 2 συντάγματα ιππικού (το καθένα με 4 ίλες, 12 πολυβόλα, 4 όλμους των 81 χιλ., 48 οπλοπολυβόλα και τα ανάλογα  βομβιδοβόλα), μοίρα έφιππου πυροβολικού (12 πυροβόλα), έφιππη μοίρα πολυβόλων (36 πολυβόλα), ίλη μηχανικού, ίλη διαβιβάσεων και την Ταξιαρχία Ιππικού.

Η τελευταία έδρασε ως ανεξάρτητος σχηματισμός με την εξής σύνθεση: ένα σύνταγμα ιππικού (όπως ανωτέρω), Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού (όπως ανωτέρω, επ’ αυτοκινήτων), Ελαφρά Μηχανοκίνητη ΄Ιλη Αναγνώρισης (επ’ αυτοκινήτων). Κάθε σύνταγμα ιππικού είχε δύναμη περίπου 1.000-1.100 ανδρών, εκτός του μηχανοκίνητου, που είχε δύναμη 800 περίπου ανδρών.

Σε επίπεδο σώματος Στρατού, τα ελληνικά Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ Σώματα Στρατού, πέραν των μεραρχιών πεζικού ο αριθμός των οποίων ανά σώμα δεν ήταν σταθερός, διέθεταν οργανικά από ένα σύνταγμα βαρέος πυροβολικού (28 πυροβόλα), ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού (36 πυροβόλα), ένα σύνταγμα αντιαεροπορικού πυροβολικού, αντιαρματική πολυβολαρχία (8 πολυβόλα των 13,2 χιλ.), λόχο γεφυροποιών κ.λπ.

Το Ε΄ Σώμα Στρατού διέθετε μοίρα βαρέος, μοίρα πεδινού και μοίρα αντιαεροπορικού πυροβολικού.

Το Δ΄ Σώμα Στρατού διέθετε επιπλέον ένα σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού.

Όλα τα σώματα διέθεταν και ομάδα αναγνώρισης ιππικού (2 ίλες, 12 πολυβόλα, 2 όλμοι των 81 χιλ. ανά ομάδα).

About Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *